-
1 εξωτερικος
31) внешний, наружныйτὰ ἐξωτερικά (sc. μόρια) Arst. — внешние органы, конечности
2) иноземный3) особый, отличный, иной(σκέψις Arst.)
4) общественный, публичный(πράξεις Arst.)
5) эксотерический, предназначенный для широкой публики, популярный(λόγοι Arst.; διάλογοι Plut.)
-
2 εξωτερικός
η, ό[ν]1) внешний, наружный;εξωτερική τσέπη;
наружный карман;εξωτερική όψη — внешность, наружность, внешний вид;
εξωτερική ομοιότητα — внешнее сходство;
εξωτερική ηρεμία — внешнее спокойствие;
εξωτερικά ενδύματα — верхняя одежда;
τό εξωτερικό κλειδί — ключ от наружной двери;
εξωτερικό περιβάλλρν — внешняя среда;
2) внешний; иностранный, зарубежный, заграничный;εξωτερική αγορά — внешний рынок;
εξωτερικόν εμπόριο — внешняя торговля;
εξωτερική πολιτική — внешняя политика; — внешнеполитический курс;
υπουργείο[ν] των εξωτερικων — министерство иностранных дел;
3) филос, существующий вне сознания (кого-л.), внешний;εξωτερικός κόσμος — мир, существующий вне сознания (кого-л.), внешний мир;
4) перен. внешний, поверхностный;§ εξωτερικό παίζιμο τού ήθοποιού — поверхностная игра актёра;
ο εξωτερικός (μαθητής) — экстерн;
δίδω εξετάσεις ως εξωτερικ — сдавать экзамены экстерном;
ο εξωτερικός ασθενής — амбулаторный больной;
τό εξωτερικό ιατρείο — амбулатория; — диспансер;
τό εξωτερικό φθισιατρείο — туберкулёзный диспансер
См. также в других словарях:
ἐξωτερικά — ἐξωτερικός external neut nom/voc/acc pl ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc/acc dual ἐξωτερικά̱ , ἐξωτερικός external fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικᾷ — ἐξωτερικός external fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωτερικάς — ἐξωτερικά̱ς , ἐξωτερικός external fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιριδίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών, στην οποία υπάγονται πολλά από τα σπουδαιότερα και εντυπωσιακότερα καλλωπιστικά είδη, όπως η ίρις, ο κρίνος, η φρέζια, ο γλαδιόλος κ.ά. Κυρίως πρόκειται για ποώδη φυτά, ριζωματώδη ή βολβόριζα. Οι ι. φέρουν φύλλα… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μεμβράνη — Λεπτό φύλλο από εύκαμπτο υλικό, κυρίως ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Η μ. μπορεί να είναι προικισμένη με ορισμένες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα οι ημιδιαπερατές μ., οι οποίες επιτρέπουν τη διέλευση μορίων νερού μέσω αυτών, όχι όμως και των… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… … Dictionary of Greek